- ανηφορικός
- -ή, -όαυτός που ανηφορίζει: Ο δρόμος, ύστερα, από ένα σημείο, γινόταν ανηφορικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανηφορικός — ή, ό 1. ανωφερής, ανοδικός 2. (για κτίσματα) αυτός που βρίσκεται σε ανωφέρεια, σε ανηφοριά … Dictionary of Greek
όρθιος — α, ο (ΑΜ ὄρθιος, ία, ον Α αττ. τ. θηλ. και ὄρθιος) [ορθός] 1. τεταμένος προς τα πάνω, ορθός, στητός, ευθυτενής 2. (για λίθους στην οικοδομή) τοποθετημένος κατά μήκος στον τοίχο, ώστε να φαίνεται η στενή πλευρά του 3. (για ζώα) αυτός που στέκει… … Dictionary of Greek
Κοντοπορεία — Κοντοπορεία, ἡ (Α) δύσβατος και ανηφορικός δρόμος, αλλά συντομότερος σχετικά με άλλους («εὐθέως ἐπί τὴν Κοντοπορείαν ἐπέβαλε», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + πορεία] … Dictionary of Greek
αγανιά — η 1. καταδίωξη με ελιγμούς, κυνήγημα 2. ελικοειδής και ανηφορικός δρόμος 3. στροφή ανηφορικού δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη, πιθ. < ρουμ. goană (= εκδίωξη, κυνήγημα)] … Dictionary of Greek
ανάβαση — (anabasis). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών, ιθαγενών των παραμεσογειακών περιοχών. Έχουν φύλλα λεπτά, νηματοειδή και άνθη πρασινωπά. Ο καρπός είναι αχαίνιο. Από τα 15 είδη του γένους, στην Ελλάδα απαντά ένα μόνο… … Dictionary of Greek
ανάντης — ες (Α ἀνάντης) ανηφορικός, ανοδικός, απότομος (αντίθ. κατάντης) νεοελλ. αυτός που προκαλεί δυσκολίες, αντίξοος, αντίθετος, δύσκολος, δυσμενής μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄναντες, η δυσκολία αρχ. αυτός που βρίσκεται στο ύψιστο σημείο «πρὸς τὸ ἄναντες… … Dictionary of Greek
ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… … Dictionary of Greek
αναδρομιά — η [ανάδρομος] 1. δρόμος στενός και ανηφορικός 2. πορεία σε ανηφορικό δρόμο … Dictionary of Greek
ανηφορίζω — 1. βαδίζω στην ανηφοριά, παίρνω τον ανήφορο, ανεβαίνω 2. είμαι ανηφορικός … Dictionary of Greek
ανηφόρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 33 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγράφων. * * * η 1. ανωφέρεια, ανηφορικός δρομος 2. μτφ. οι δυσκολίες, τα εμπόδια της ζωής … Dictionary of Greek